Στην Π. διαθήκη αναφέρεται το «μάννα» ή «μαν» ήταν η τροφή που με θαυμαστό τρόπο δόθηκε στου Ιουδαίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά.
Ονομάστηκε έτσι γιατί, καθώς λέγεται, οι Εβραίοι μόλις το είδαν αναρωτήθηκαν: «Man hu?» δηλαδή «τι είναι;». Έτσι από το «μανχού» κατέληξε στο «μαννού» και τέλος στο «μάννα». Σύμφωνα με διηγήσεις το μάννα παρουσιαζόταν κάθε πρωί και οι Ιουδαίοι το συνέλεγαν πριν την ανατολή του ήλιου, γιατί αργότερα λόγω της θερμοκρασίας αλλοιωνόταν. Είχε μορφή μικρού λευκού σπόρου και γεύση τηγανίτας.
Οι Ιουδαίοι διατάχτηκαν να συλλέγουν τη θεόσταλτη τροφή σε συγκεκριμένη ποσότητα κατ’ άτομο, περίπου ενάμιση κιλό (ένα γομόρ), και να το χρησιμοποιούν όπως εκείνοι ήθελαν. Αν τυχόν περίσσευε σε κάποιον ορισμένη ποσότητα έπρεπε κάθε βράδυ να το πετάει, γιατί γεννούσε σκουλήκια και μύριζε άσχημα. Κάθε Παρασκευή όμως συνέλεγαν διπλή ποσότητα την οποία, για να τη διατηρήσουν νωπή και άθικτη, τοποθετούσαν σε χρυσό σταμνί μέσα στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Οι γραφές αναφέρουν ότι με το «μάννα» τράφηκαν 40 ολόκληρα χρόνια.
Σήμερα σαν «μάννα εξ ουρανού» χαρακτηρίζεται ένα απροσδόκητο καλό, με ευεργεσία.
Η μουσίτσα