Το λεξικό των τσοπάνηδων… η γκιόσα & το ζλάπι!!!

Το λεξικό των τσοπάνηδων… η γκιόσα & το ζλάπι!!!

Όσοι μεγαλώσαμε σε χωριό έχουμε ακούσει πάρα πολλές από τις πιο κάτω λέξεις και φράσεις, ξέρετε τι σημαίνουν.

Αποκόβω: απογαλακτίζω.

Αγγειό (το): δοχείο, σκεύος.

Ανάρμεγος: το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί. Είναι ανάρμεγο το κοπάδι.

Απλάδι (το): Κλινοσκέπασμα από προβατίσιο μαλλί….

Αρβάλι (το): Χάλκινο ή τσίγκινο στρογγυλό δοχείο με χερούλι για το άρμεγμα των ζώων.

Αρνάδα: Χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για «έχει», δηλ. για αναπαραγωγή. Στα γίδια λέγεται κατσικάδα.

Ασαλά(γ)ητος: αυτός που δεν παίρνει από ορμήνιες, που κάνει ότι του κατέβει στο μυαλό.

Βάκρα: Προβατίνα με άσπρο τρίχωμα στο σώμα της και μαύρες κηλίδες μόνο στο μούτρο της.

Βετούλι (το): Κατσίκι ενός έτους.

Γαλάρια (τα): Τα γεννημένα πρόβατα ή γίδια που κρατούν (έχουν) γάλα. Σε αντίθεση με τα στέρφα που δεν έχουν.

Γάστρα (η): Σιδερένιο θολωτό σκέπασμα. Στη γάστρα ψήνονταν το ψωμί, ορισμένα φαγητά και ολόκληρα αρνιά ή κατσίκια.

Γκιόσα (η): γίδα με μαύρη ράχη, άσπρη κοιλιά και λευκές ρίγες στο πρόσωπο

Γκισέμι (το): Τραγί ή κριάρι μουνουχισμένο και μεγαλόσωμο, οδηγός του κοπαδιού που φέρνει το μεγαλύτερο κουδούνι.

Γκλίτσα: Ποιμενική μαγκούρα με σκαλιστή λαβή.

Ζλάπι (το): Η φράση «παρουσιάσκη ζλάπι» σημαίνει ότι εμφανίστηκαν στα πέριξ λύκοι ή τσακάλια και πρέπει να προσέχει ο τσοπάνης.

Ζυγούρι (το): Πρόβατο που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.

Ζωντανά (τα): Τα πρόβατα και τα γίδια συνολικά. Αλλιώς τα πράματα.

Κάδη (η): Ξύλινο ψηλό δοχείο με στενή βάση για το χτύπημα του γάλακτος.

Κακαράντζα (η): Τα περιττώματα, η κοπριά των ζώων.

Κάλεσα: Προβατίνα με σώμα άσπρο, αλλά με μάτια, μύτη και αυτιά μαύρα.

Καπνόγκεσα (η): Κατάμαυρη γίδα με καφέ μούρη.

Καραμάνικη (η): Προβατίνα άσπρη με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια και φαρδιά ουρά.

Καρδάρα (η): Ξύλινο στρογγυλό δοχείο για το άρμεγμα του γάλακτος.

Κάτσενα: Άσπρη προβατίνα με κόκκινο πρόσωπο.

Κλαπάτσα (η): Αρρώστια των προβάτων.

Κλαρίζω: Κόβω τα κλαδιά δένδρου.

Κλωτσοτύρι (το): Το τυρόγαλο που μένει από το πήξιμο του τυριού, άμα το βράσουμε κάνουμε το κλωτσοτύρι.

Κολήγοι: Σμίξιμο δύο – τριών τσοπάνηδων για κοινή πορεία – συνεταιρισμό εξαμηνιαίο.

Κολλημένα (τα): Πρόβατα με αρρώστια στον πνεύμονα που κολλάει τα παΐδια (πλευρά).

Κολόκουρος (ο): Το πρώιμο μερικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου. Συνήθως γίνεται στο τέλος του Μάρτη.

Κονάκι (το): Αυτοσχέδιο καλύβι από σάλωμα (είδος καλαμιού). Χρησίμευε για καλοκαιρινό κατάλυμα του τσομπάνη, στα ορεινά και το χειμώνα το εγκατέλειπαν για τα χειμαδιά.

Κάπα (η): Χοντρό πανωφόρι από τραγόμαλλο. Φοριέται τους χειμερινούς μήνες.

Κορύτος (ο): ξύλινη και μακρόστενη ταΐστρα ή ποτίστρα για ζώα. Σκαφίδα.

Κορφίγκι (το): βρασμένο, πηχτό γάλα ζώου, το αμέσως μετά τη γέννα.

Κουδούνα (η): Μεγάλο κουδούνι για πρόβατα.

Κουδουνάδες: Κατασκευαστές κουδουνιών.

Κούρος: Το κούρεμα των προβάτων.

Κουτσοκέρα (η): Προβατίνα ή γίδα με σπασμένο το ένα κέρατο.

Κρεμανταλάς: Ξερό και διχαλωτό ξύλο μπηγμένο στο χώμα έξω από το κονάκι για να κρεμούν τις καρδάρες με το γάλα και να μην το φθάνουν τα σκυλιά και τα φίδια.

Κρούτα: Προβατίνα ή γίδα με μικρά και με κοντά τα δύο κέρατα.

Κύπρος (ο): Μεγάλο κουδούνι από μπρούντζο σαν καμπάνα για γίδια και ειδικότερα για το γκεσέμι.

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ



Εγγραφή στο Newsletter μας

Please enable the javascript to submit this form

© 2004 - 2024 All Rights Reserved. | Φιλοξενία & Κατασκευή HostPlus LTD

hostplus 35