Μιχάλης Λέφας: «Μοναδικός στόχος οιασδήποτε ιατρικής προσέγγισης είναι η αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς»

Μιχάλης Λέφας: «Μοναδικός στόχος οιασδήποτε ιατρικής προσέγγισης είναι η αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς»

mixalis lefas

 

Ο Μιχάλης Λέφας, γενικός ιατρός – ομοιοπαθητικής ίασης, μίλησε αποκλειστικά στον aylogyrosnews και τον Παύλο Ανδριά για την Ομοιοπαθητική, τη σχέση της με την κλασική – συμβατική ιατρική, για τον «Νόμος του ενός κάθε φορά φαρμάκου», για το πώς λειτουργεί η Ομοιοπαθητική ως «ένα» με την ψυχολογία, για τον κίνδυνο αντιδράσεων των φαρμάκων, αλλά και αν κατέχει τη θέση που της αρμόζει στην ακαδημαϊκή ιατρική κοινότητα.

 

Η ομοιοπαθητική ιατρική γεννήθηκε περίπου πριν 230 χρόνια από τον Γερμανοαυστριακό γιατρό Σάμουελ Χάνεμαν (1755-1843) και διατηρεί από τότε αναλλοίωτους τους βασικούς νόμους που τη διέπουν. Δεν στρέφει, όμως, τη δράση προς την αρρώστια ή προς το όργανο που διαφαίνεται να νοσεί, αλλά προς ολόκληρο τον οργανισμό, προς τον ίδιο τον πάσχοντα άνθρωπο. Αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως μια αδιάσπαστη ενότητα σώματος, ψυχής και πνεύματος και σε περιόδους υγείας και σε περιόδους ασθένειας. Μια τέτοια αντίληψη σημαίνει ότι κάθε οργανισμός αντιμετωπίζεται ως μια ιδιαίτερη μονάδα που ανήκει στο σύνολο.

Αν, παραδείγματος χάριν, δύο άνθρωποι πάσχουν από έλκος δωδεκαδακτύλου ή από κρίσεις πανικού, δε θεωρούνται δύο ίδιες «περιπτώσεις». Αντίθετα, θεωρούνται δύο εντελώς ξεχωριστοί άνθρωποι, που έχουν  και ένα επιμέρους κοινό στοιχείο, όσον αφορά στη σωματική διαταραχή. Για τον κάθε ένα από αυτούς, η ομοιοπαθητική ιατρική προτείνει μια διαφορετική και ιδιαίτερη θεραπεία, στηριγμένη πάντα στο σύνολο της ανθρώπινης παρουσίας και όχι μόνο στη διάγνωση μιας πάθησης.

Σύμφωνα με τη ομοιοπαθητική ιατρική τα προβλήματα ενός ανθρώπου δεν αντιμετωπίζονται ως τοπικές επιμέρους ενοχλήσεις, αλλά ως διαταραχές της συνολικής ισορροπίας του οργανισμού (που λειτουργεί πάντοτε ως αδιαίρετη και αδιάσπαστη ενότητα σώματος, ψυχής και πνεύματος) και που εντοπίζεται σε όργανα, ιστούς, λειτουργίες στις οποίες ο οργανισμός έχει μια προδιάθεση είτε κληρονομική, είτε εμφανιζόμενη μέσα στη ζωή του μέσα από σωματική κούραση, ψυχική ένταση ή χρήση ισχυρών χημικών φαρμάκων.

Άρα στόχος είναι η αποκατάσταση του συνόλου της διαταραχής και όχι μόνο των τοπικών ενοχλήσεων. Ουσιαστικά ο σκοπός είναι η ενίσχυση όλων εκείνων των αυτοθεραπευτικών δεξιοτήτων που ο καθένας μας διαθέτει (αυτή που στην ομοιοπαθητική γραμματεία καταγράφεται ως ζωτική δύναμη) και που στην πορεία της ζωής του μέσα από την αρρώστια (συχνά βέβαια και από τις βίαιες θεραπείες που έχουν χορηγηθεί) έχει αποδιοργανωθεί.

Και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο οι ομοιοπαθητικοί γιατροί ισχυρίζονται τη σταθερότητα των αποτελεσμάτων της ομοιοπαθητικής θεραπείας, λόγω της δράσης, δηλαδή, του φαρμάκου στο επίπεδο της ενίσχυσης των ίδιων των δυνάμεων κάθε ανθρώπου και όχι στον παραμερισμό ή την εκτόπιση της έμφυτης άμυνας του οργανισμού. Τα αποτελέσματα, δηλαδή, σε μια ομοιοπαθητική θεραπεία δεν είναι φαρμακοεξαρτώμενα. Η ουσιωδέστερη διαφορά μεταξύ ομοιοπαθητικής και συμβατικής ιατρικής έγκειται ακριβώς στο γεγονός της αντιμετώπισης της πραγματικής ή και συμβολικής αξίας των συμπτωμάτων. Σε αυτή την εναλλακτική θεώρηση όλες οι αντιδράσεις του οργανισμού κρίνονται ως η καλύτερη, δυνάμει, απαντητικότητα στα εξωτερικά ερεθίσματα, άρα είναι οι «οιωνοί» βέλτιστες.

Ο ομοιοπαθητικός γιατρός σκύβει πάνω στη συμπτωματολογία του κάθε ασθενούς, προσπαθεί να αφουγκραστεί το σοφό νόημα που αυτή υποκρύπτει και προτείνει έναν τρόπο θεραπευτικής αντιμετώπισης «όμοιο» με τον ιδιαίτερο τρόπο που ο συγκεκριμένος οργανισμός έχει «επιλέξει» ως αντίδραση. Αυτό επιτάσσει ο νόμος των ομοίων.

Και η έμφαση πρέπει να δοθεί στην έννοια της ιδιαιτερότητας της λειτουργίας του καθένα και της καθεμίας. Η διαφορετικότητα των υπάρξεων σε αυτή την ιατρική αντιμετώπιση παίρνει έμπρακτα σάρκα και οστά. Ο ομοιοπαθητικός γιατρός δεν μένει στην αυτονόητη αποδοχή της έννοιας της ετερότητας ως συνώνυμης της οντολογικής μας ύπαρξης, αλλά την καθιστά το μέγιστο των κριτηρίων με βάση το οποίο θα κινηθεί για να οδηγηθεί σε μια συνταγογράφηση.

Άρα για την ομοιοπαθητική πραγματικότητα υπάρχουν μόνον ασθενείς, τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, που καθιστά την έννοια της νόσου ανενεργή ή αδιάφορη.

Δηλαδή δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ σωματικών και ψυχικών νοσημάτων ή για να το διατυπώσουμε με έναν διαφορετικό τρόπο: είναι υπό αμφισβήτηση η ύπαρξη της έννοιας «νόσου», ως αυτόνομης, αν μη τι άλλο, οντότητας.

Ακριβώς για αυτό το λόγο, θα παρατηρούσαμε ότι σε αυτή τη θεραπευτική προσέγγιση ωχριά η έννοια της ασθένειας και υπερτονίζεται η έννοια του ασθενούς. Με άλλα λόγια, η κατάθλιψη η δικιά μου είναι εντελώς διαφορετική από την κατάθλιψη του συνανθρώπου μου. Και δεν εννοώ την εύλογη και προφανή διαφορετικότητα αφού αναφερόμαστε σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά πρωτευόντως στην εντελώς διαφορετική (ιδιαίτερη) θεραπευτική αντιμετώπιση και όσον αφορά αυτό καθ΄ αυτό το φάρμακο που θα χορηγηθεί ως «ίαμα».

Όταν, πάντως, αναφέρουμε τη λέξη φάρμακο στην ομοιοπαθητική, αναφερόμαστε σε αρκετά διαφορετική έννοια από αυτή της σύγχρονης φαρμακολογίας. Πρώτα από όλα μια τέτοια θεραπευτική προσέγγιση δεν στηρίζεται σε χημικά φάρμακα. Χρησιμοποιεί ουσίες που προέρχονται μόνο από τη φύση, δηλαδή από φυτά, ορυκτά ή ζώα. Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα δεν υφίστανται κάποια χημική επεξεργασία. Αραιώνονται σε απεσταγμένο νερό ή οινόπνευμα και ταυτόχρονα δονούνται με συγκεκριμένο τρόπο. Όσες πιο πολλές φορές υποστούν αυτή τη διαδικασία τόσο ισχυρότερα καθίστανται (τόσο πιο δυναμοποιημένα σύμφωνα με την ομοιοπαθητική ορολογία).

Επειδή το ένα σκέλος αυτής διαδικασίας είναι οι αρχικές αραιώσεις, ένα ομοιοπαθητικό φάρμακο είναι τόσο πιο ισχυρό, όσο πιο μικρή είναι η ποσότητα του από την αρχική ουσία που περιέχει. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο μειώνεται η πιθανότητα παρενεργειών (γεγονός που αποτελεί σημαντικό πρόβλημα στη χρήση των νευροληπτικών). Αυτό το στοιχείο υποδεικνύει ότι το ομοιοπαθητικό φάρμακο δρα μέσω της δύναμης που αναπτύσσεται μέσα του και όχι μέσω της χημικής του σύστασης (δρα κυρίως ποιοτικά και όχι ποσοτικά).

Όπως όμως είναι αναμενόμενο, αυτή η διαπίστωση δε συνάδει (ταιριάζει) με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα και αποτελεί ένα σημαντικό πεδίο αντιπαράθεσης με την επιστημονική και ακαδημαϊκή κοινότητα. Αυτή η μη «ορθόδοξη» θέση της ομοιοπαθητικής ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου, καθ΄ ότι η επόμενη συνηθέστερη μομφή σε βάρος της θεραπευτικής δράσης των ομοίων φαρμάκων είναι η επίκληση του φαινομένου placebo και κατ΄ επέκταση της υποβολιμότητας των αποτελεσμάτων.

Πάντως η σταθερότητα της βελτίωσης (και μετά το πέρας της αγωγής), η πολύ καλή ανταπόκριση σε βρέφη και ζώα και το γεγονός της εμφάνισης επιδείνωσης (αντί βελτίωσης) στην αρχική φάση της θεραπείας, στοιχειοθετούν τα καλύτερα επιχειρήματα που αποσταθεροποιούν αυτή τη μομφή, πόσο μάλλον που η ομοιοπαθητική θεραπευτική μπορεί να γίνει εκπληκτικά αποτελεσματική σε περιπτώσεις οξέων παθολογικών καταστάσεων και μάλιστα σε χρόνο σημαντικά μικρότερο από αυτόν που απαιτείται σε μία συμβατική αγωγή για το αντίστοιχο νόσημα.

Κατά συνέπεια, οι ασθενείς μπορούν να εμπιστευτούν την ομοιοπαθητική και σε οξείες και σε χρόνιες καταστάσεις (όχι βέβαια σε εκείνες που η ανατομική αλλοίωση δεν επιτρέπει παρα μόνο μια χειρουργική αντιμετώπιση π.χ. κατάγματα, ρήξεις σπλάχνων).

Αυτό την κάνει και ιδιαίτερα δημοφιλή και σε περίπτωση παιδιατρικών παθήσεων γιατί αυτός ο ήπιος, ολιστικός και εξατομικευμένος τρόπος λειτουργίας αποδίδει σημαντικά αποτελέσματα στα παιδιά, τα οποία βέβαια έχουν κατά τεκμήριο και καλύτερο επίπεδο υγείας από τους ενήλικες.

Επειδή, μάλιστα, η ομοιοπαθητική θεραπεία στοχεύει και στη μείωση της έντασης των προδιαθέσεων που όλοι μας κουβαλάμε, θα ισχυριστούμε πως έχει και μια σαφέστατη προληπτική αξία, αφού η ενίσχυση των αμυντικού μηχανισμού σημαίνει ότι ο κάθε οργανισμός (ως όλον) θα μπορέσει να αντιμετωπίσει με καλύτερους όρους τις διαταραχές που μέλλεται να εμφανιστούν στη διάρκεια της ζωής του.

Η ομοιοπαθητική ιατρική, λοιπόν, απευθύνεται σε όλους τους ασθενείς που δεν προτίθενται απλά να αναπλαισιώσουν τα κακώς κείμενα της υγείας-ζωής τους, να σκοτεινιάσουν ακόμα πιο πολύ την ουσία της διαταραχής τους μέσα από τη λήψη ισχυρών χημικών φαρμάκων, αλλά που τους διακρίνει μια στάση αλλαγής, αφού νοηματοδότησουν τα συμπτώματα που τους ταλαιπωρούν. Η ομοιοπαθητική ιατρική απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους και ιδιαίτερα σε εκείνα τα ενσώματα, έμψυχα και έννοα όντα που τείνουν να αντιμετωπίζουν την πάθηση τους ως ένα τμήμα ολόκληρης της πορείας της ζωής τους και όχι σαν ένα τυχαίο και ατυχές περιστατικό.

Αφορά εκείνους τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται να βρουν τις πιθανές αιτίες που τους οδήγησαν σε μια τέτοια διαταραχή και να ακολουθήσουν μια θεραπεία που θα λύνει πρώτα αυτές τις αιτίες, όσο αυτό είναι δυνατό, και στη συνέχεια την τοπική συμπτωματολογία.

Αφορά τους ανθρώπους εκείνους που δεν ενδιαφέρονται μόνο για την πρόσκαιρη εξαφάνιση των συμπτωμάτων, αλλά για μια βελτίωση όλου του επιπέδου υγείας τους (και της σωματικής και της ψυχικής και της πνευματικής πάντα, ταυτόχρονα), που θα έχει και ως αποτέλεσμα και τη σταθερή εξαφάνιση των τοπικών ενοχλήσεων, προφανώς στα πλαίσια που αυτό είναι εφικτό.

Βέβαια, όλο αυτό ακούγεται αρκετά συγγενές με την ψυχαναλυτική θεωρία, αλλά η ομοιοπαθητική προϋποθέτει ότι όλοι μας κουβαλάμε είτε εγγενώς, είτε μέσα στη πορεία της ζωής μας (άλλοτε από σωματική καταπόνηση, άλλοτε από ψυχικές εντάσεις, άλλοτε μετά από χρήση ισχυρών χημικών φαρμάκων) κάποιες προδιαθέσεις (που ομοιοπαθητικά αποκαλούμε «μιάσματα»), που είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για την εμφάνιση και κυρίως για τον εντοπισμό των διαταραχών. Αυτές αποτελούν πολύ συχνά το εμπόδιο να αποκατασταθεί μόνιμα και πλήρως η υγεία μας, όποιο θεραπευτικό δρόμο και να ακολουθήσουμε.

Σαφώς ακολουθώντας την ομοιοπαθητική οδό, υπάρχει η δυνατότητα να μειωθούν τουλάχιστον αυτές οι προδιαθέσεις και κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο δρόμος αυτός αποκτά επιπλέον και μια προληπτική αξία. Η ομοιοπαθητική ιατρική θεωρεί πως τα συμπτώματα δεν αποτελούν μια λαθεμένη απορρύθμιση του οργανισμού, πόσο μάλλον ενός οργάνου μόνο, αλλά αντίθετα, τη σοφότερη επιλογή που κάνει ο κάθε ιδιαίτερος οργανισμός κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες που βιώνει.

Κατά συνέπεια ο ομοιοπαθητικός θεραπευτής σκύβει πάνω στον άνθρωπο, είτε πάσχει σωματικά, είτε ψυχικά, είτε πνευματικά, άρα πάνω στο σύνολο των συμπτωμάτων του, τα αφουγκράζεται, προσπαθεί να διακρίνει το σοφό νόημα που υποδεικνύουν, έτσι ώστε να βοηθήσει τον πάσχοντα να θεραπευτεί με έναν τρόπο όμοιο προς αυτόν που η αμυντική ουσία (η ζωτική δύναμη) του συγκεκριμένου ασθενή έχει ήδη «επιλέξει» και χρησιμοποιεί.

Η ομοιοπαθητική ιατρική σέβεται απόλυτα τη φύση και κατ΄ επέκταση τον άνθρωπο. Πιστεύει στη δυνατότητα που έχει ο κάθε ξεχωριστός οργανισμός να αυτοθεραπεύεται, μια δυνατότητα που διαθέτει από τη γέννηση του και που παροδικά, μετά από την αρρώστια, και επιπλέον και από την αντιμετώπισή της και από την συμβατική ιατρική , χάνει.

Γι’ αυτό επικαλούμαστε και τη σταθερότητα των αποτελεσμάτων, γιατί ουσιαστικά τα ομοιοπαθητικά φάρμακα βοηθούν τον πάσχοντα άνθρωπο να λύνει τα όποια παθολογικά του προβλήματα, στηριγμένος στις ίδιες του τις δυνάμεις και όχι σε εξωτερικά υποβοηθήματα.

Σε κάθε περίπτωση, η ομοιοπαθητική θεραπευτική δεν αποτελεί έναν μονόδρομο, μια «μαγική» λύση, την πανάκεια που μπορεί να δώσει λύσεις σε όλα τα προβλήματα, όλων των ασθενών (όπως κανένα θεραπευτικό σύστημα εξ΄ άλλου), αλλά μια κοινή προσπάθεια θεραπευτή και θεραπευόμενου που τείνει προς μια λύση των προβλημάτων της υγείας ενός εκάστου ανθρώπου. Αποτελεί μια έγκυρη και φερέγγυα λύση όπου τα σωματικά προβλήματα των ασθενών είναι λειτουργικά και όχι ανατομικά (όπως η ρήξη ενός σπλάχνου ή ένα κάταγμα).

Η αλήθεια είναι ότι η  ομοιοπαθητική ιατρική βρίσκεται σε ένα περίεργο σταυροδρόμι στις ημέρες μας. Ενώ τυγχάνει μιας όλο και μεγαλύτερης αναγνωρισημότητας και ανταπόκρισης από το σώμα των ασθενών, δεν καταλαμβάνει τη θέση που της αρμόζει στην ακαδημαϊκή ιατρική κοινότητα.

Μας είναι σαφές, ότι δεν διεκδικούμε μια κεντρική θέση στον συγκεκριμένο χώρο. Συνειδητοποιούμε ότι το πολιτιστικό πρότυπο της σημερινής κοινωνίας παράγει και μια ιατρική μορφή και πρακτική, σαφώς πιο συμβατική, αλλά και συμβατή με αυτό.

Μια ιατρική προσέγγιση, όπως της ομοιοπαθητικής ιατρικής, που θεωρεί την υγεία συνώνυμη της ελευθερίας από τον πόνο, από το πάθος και από τον εγωισμό δεν θα μπορούσε να αποτελέσει προμαχώνα μιας επιστημονικής προσέγγισης σαφώς πιο υλικής και λιγότερο απελευθερωτικής.

Αλλά διατηρεί στο ακέραιο, η ομοιοπαθητική προσέγγιση την δυνατότητα να αποτελεί έναν σημαντικό και φερέγγυο φορέα κριτικής της καθεστηκυίας ιατρικής γνώσης, όπως εξάλλου όλη η εναλλακτική θεραπευτική κοινότητα.

Διεκδικεί η ομοιοπαθητική να καταγραφεί ως μια μορφή εναλλακτικής ιατρικής πρακτικής, που μπορεί να λειτουργήσει και αυτόνομα σε αρκετές περιπτώσεις ασθενών και όχι απλά ως ένα συμπληρωματικό κομμάτι ενός puzzle που απλά εξωραΐζει, αλλά ουδόλως αμφισβητεί την κρατούσα νοοτροπία στο χώρο της υγείας.

Με άλλα λόγια, να διατηρήσει τα θεμελιώδη στοιχεία της θεωρίας της που της αποδίδουν την ταυτότητά της (τον νόμο των ομοίων, το νόμο της ελάχιστης δόσης, αλλά και το νόμο του ενός και μόνο φαρμάκου κατά περίπτωση), να μην απωλέσει τον χαρακτήρα της και να συναντηθεί με τους φορείς της ιατρικής κοινότητας που συμφωνούν με τη φράση του Έλληνα ποιητή Νίκου Καρούζου: «μη με διαβάζετε όταν έχετε δίκιο».

Δεν διεκδικούμε μια πλατιά αναγνώριση που θα γίνει με προϋπόθεση την απώλεια των στοιχείων της ταυτότητας, δεν διεκδικούμε να γίνουμε κάποια «προηγμένη» πολυτελής ιατρική, δεν διεκδικούμε να αποτελούμε μια φωτισμένη, αλλά σαφώς μειοψηφική πρωτοπορία, αλλά και δεν προσυπογράφουμε και μια περιθωριοποίηση, ακόμα και με τους όρους ευρείας αποδοχής.

Επιδίωξη μας είναι να αναπτυχθεί μια μεγαλύτερη ζύμωση με όμορους χώρους (όχι απαραίτητα ή μόνο της εναλλακτικής ιατρικής) και να συμμετέχουμε σε ένα διάλογο που θα φέρει πάλι στην επιφάνεια (επικαιρότητα) την αποδοχή της διαφορετικότητας, της ετερότητας ως προϋπόθεση μιας γνήσιας θεραπείας, της απόρριψης ενός στατικού και αδιαμφισβήτητου μοντέλου υγείας, όπου η νόσος γίνεται το κεντρικό θέμα, ενώ η ταυτότητα ενός εκάστου εξ΄ ημών ωχριά και όπου αναδεικνύεται η ανάγνωση της ασθένειας ως διεργασίας

Μακριά από την ομοιοπαθητική αντίληψη οι εύκολες και έτοιμες απαντήσεις στα θέματα υγείας που ουσιαστικά πλήττουν όλους μας.

Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η ομοιοπαθητική θεραπευτική να ασκείται αποκλειστικά από καλά εκπαιδευμένους γιατρούς που είναι δε θέση και να αντιληφθούν το βάθος της διαταραχής του κάθε ασθενούς, αλλά να επιλέξουν και το σωστό όμοιο φάρμακο, διαδικασία αρκετά λεπτή και δύσκολη.

Κάθε φερέγγυος ομοιοπαθητικός ιατρός είναι σε θέση να κρίνει  αν ένας συγκεκριμένος ασθενής οφείλει να ακολουθεί παράλληλα και κάποιες συμβατικές θεραπείες το ίδιο διάστημα, εάν αυτό κρίνεται απαραίτητο.

Θα πρέπει να καταστεί σαφέστατα κατανοητό ότι μοναδικός στόχος οιασδήποτε ιατρικής προσέγγισης είναι η αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς.

Οι ομοιοπαθητικοί γιατροί επικαλούνται ότι ο δικός τους δρόμος είναι αυτός που εμφορείται από ένα ήπιο , αιτιολογικό, ολιστικό, εξατομικευμένο χαρακτήρα που αποσκοπεί σε μια σταθερή και ει δυνατόν μόνιμη βελτιωτική αλλαγή.

 

Παύλος Ανδριάς by aylogyrosnews

 



Εγγραφή στο Newsletter μας

Please enable the javascript to submit this form

© 2004 - 2024 All Rights Reserved. | Φιλοξενία & Κατασκευή HostPlus LTD

hostplus 35